Τα λιοντάρια


Ναι, ο παππούς ήθελε να γίνει θηριοδαμαστής για να σκάσουν όσοι δεν τον πίστευαν, όλοι να σκάσουν. Δεν έβγαζε όμως τσιμουδιά. Την άραζε σ’ ένα μέρος που είχε πάπιες. Τώρα πέθανε, γιατί έπινε πολύ.
Κάποια φορά στη ζωή του πρέπει να το χώνεψε πως δε θα γίνει θηριοδαμαστής. Από τότε άρχισε να βρίσκει πολύ ακριβό το εισιτήριο του τσίρκου. Παντρεύτηκε μια όμορφη κοπέλα και κρατούσε σημειώσεις στο ημερολόγιό του, για τον καιρό, τη θερμοκρασία και την ταχύτητα του ανέμου. Μετά το θάνατό του τα λεφτά του μοιράστηκαν. Τώρα όλοι έχουν από ένα κομματάκι παππού.
Ένα αναγνώστης της Πρωινής ρώτησε πριν από λίγο καιρό τη σύνταξη αν είναι δυνατόν, στα σαράντα τρία του χρόνια και χωρίς προηγούμενες γνώσεις, να μάθει να παίζει αυλό. Κατά σύμπτωση, του απάντησαν, ήξεραν κάποιον που έμαθε στα εξήντα τέσσερα, κατά τα άλλα χρειάζεται επιμονή, υπομονή, μεράκι.
Όταν πέθανε, δεν ήταν πια τίποτα. Ζάρωσε, έχασε την ευγένεια και τα λογικά του, έχασε τη δύναμη να κρατάει το νερό του, την ικανότητα να δένει τα παπούτσια του, κι όταν πέθανε δεν ήταν πια τίποτα. Ήταν νεκρός. Στα γεράματά του, πήγαινε σε πολλές κηδείες, καθόταν στο στασίδι συγκινημένος κι αμέτοχος, στριφογύριζε το καπέλο στο χέρι του.
Ο ύπνος του ήταν ακανόνιστος, κοιμόταν πολύ και παντού, και σε λίγο ξυπνούσε. Τα λιοντάρια είχαν χαθεί απ’ τα όνειρά του, και μαζί τους χάθηκαν και τα όνειρα. Δεν ήξερε πια πως είναι οι όμορφες κοπέλες και άφηνε υπέρογκα φιλοδωρήματα στη σερβιτόρα.
Τώρα τα λεφτά του μοιράστηκαν. Οι απόγονοι πήραν τα λιοντάρια και τα ‘χώσαν προσεκτικά κάτω απ’ τα κρεβάτια τους. Τόσο το καλύτερο, για κείνον και για μας.
Ποτέ δε ρωτούσαν τίποτα τον παππού, δεν είχε γίνει σοφός. Μόνο γέρος έγινε. Κι είναι πολύ σπουδαίο, να γίνεσαι γέρος. Πρέπει να πονάς όταν αναγκάζεσαι ν’ αφήσεις τα λιοντάρια. Τα λιοντάρια έφυγαν αθόρυβα, ο παππούς δεν το πρόσεξε. Τώρα έχει πεθάνει, γιατί έπινε πολύ.


Πέτερ Μπίχσελ / Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει το γαλατά
μτφ: Αθηνά Οικονομίδου / Εκδόσεις, γράμματα
Πίνακας: Briton Rivière